- ιχθυβόλος
- ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, -ον (Α)1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» — αλιευτική τρίαινα, καμάκι3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλοςαλιέας, ψαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος. Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργ. σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (ιχθύ-βολος), που προσδίδει παθητ. σημ. στη λ. (πρβλ. ετοιμό-φθορος - ετοιμο-φθόρος, λυσί-τοκος - λυσι-τόκος)].
Dictionary of Greek. 2013.